προσευχή

προσευχή
4335 προσευχή
{сущ., 37}
1. молитва;
2. место для молитвы.
Синонимы: 155 (αἴτημα), 1162 (δέησις), 1783 (ἔντευξις), 2169 (εὐχαριστία), 2171 (εὐχή), 2428 (ἱκετηρία).
Ссылки: Мф. 17:21; 21:13, 22; Мк. 9:29; 11:17; Лк. 6:12; 19:46; 22:45; Деян. 1:14; 2:42; 3:1; 6:4; 10:4, 31; 12:5; 16:13, 16; Рим. 1:9; 12:12; 15:30; 1Кор. 7:5; Еф. 1:16; 6:18; Флп. 4:6; Кол. 4:2, 12; 1Фес. 1:2; 1Тим. 2:1; 5:5; Флм. 1:4, 22; Иак. 5:17; 1Пет. 3:7; 4:7; Откр. 5:8; 8:3, 4. LXX: 8605 (הָלּפִתְּ).*
ключ.сл.

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "προσευχή" в других словарях:

  • προσευχῇ — προσευχή prayer fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσευχή — prayer fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσευχή — Λόγια που απευθύνονται τελετουργικά σε υπερανθρώπινα όντα (θεότητες, πνεύματα, φετίχ, προγόνους κλπ.), είτε σε αυθόρμητη μορφή είτε επαναλαμβανόμενα κατά ένα σταθερό τύπο. Δεν είναι βέβαιο αν προηγήθηκε η αυθόρμητη ή η τυποποιημένη π. Από καθαρά… …   Dictionary of Greek

  • προσευχή — η δέηση, παράκληση προς το Θεό ή άγιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προσεύχῃ — προσεύχομαι offer prayers pres subj mp 2nd sg προσεύχομαι offer prayers pres ind mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Προσευχή αμαρτωλών — Θρησκευτικό ποίημα, ένα από τα παλαιότερα μνημεία της βυζαντινής λογοτεχνίας, έργο πιθανότατα του 12ου αι. Αποτελείται από 16 ανομοιοκατάληκτους πολιτικούς στίχους …   Dictionary of Greek

  • προσευχῆι — προσευχῇ , προσευχή prayer fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσευχαῖς — προσευχή prayer fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσευχαί — προσευχή prayer fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσευχῆς — προσευχή prayer fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσευχήν — προσευχή prayer fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»